- προσορμιζόμενα
- προσορμίζομαιpres part mp neut nom/voc/acc plπροσορμίζωbringpres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσορμιζομένας — προσορμιζομένᾱς , προσορμίζομαι pres part mp fem acc pl προσορμιζομένᾱς , προσορμίζομαι pres part mp fem gen sg (doric aeolic) προσορμιζομένᾱς , προσορμίζω bring pres part mp fem acc pl προσορμιζομένᾱς , προσορμίζω bring pres part mp fem gen… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)